άψητος — η, ο 1. (για φαγητά), αυτός που δεν έχει ψηθεί ή βράσει καλά ή καθόλου: Το κρέας είναι άψητο. 2. (για αγγεία, κεραμίδια κτλ.), αυτός που δεν καμινεύτηκε αρκετά: Το σταμνί αυτό είναι άψητο. 3. αυτός που δεν απόχτησε αρκετή πείρα, ανώριμος: Ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνοπτος — η, ο (Μ ἄνοπτος, ον) (κυρίως στην κεραμουργία) άψητος … Dictionary of Greek
άπυρος — η, ο (Α ἄπυρος, ον) [πυρ] 1. ο χωρίς φωτιά 2. άβραστος, άψητος αρχ. μσν. φρ. «ἄπυρον θεῑον» θειάφι φυσικό αρχ. 1. (για αγγεία και τρίποδες) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να σταθεί πάνω στη φωτιά … Dictionary of Greek
αγίνωτος — και αγένωτος, η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει, να συντελεστεί, ανεκτέλεστος, ακατόρθωτος 2. (για φρούτα, σπαρτά κ.λπ.) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμα, άγουρος 3. (για ζύμη, κρασί κ.λπ.) αυτός που δεν έχει υποστεί επαρκή ζύμωση 4. (για φαγητά)… … Dictionary of Greek
αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… … Dictionary of Greek
ακαβούρδιστος — και ακαβούρντιστος, η, ο [καβουρδίζω] αυτός που δεν έχει καβουρδιστεί ή καβουρδίστηκε ανεπαρκώς, άφρυκτος, άψητος … Dictionary of Greek
ακαμίνευτος — η, ο [καμινεύω] (για κεραμίδια, πήλινα, ορυκτά) εκείνος που δεν έχει ψηθεί αρκετά στο καμίνι, άψητος ή μισοψημένος, αφούρνιστος ή μισοφουρνισμένος … Dictionary of Greek
αμαγείρευτος — η, ο 1. (για φαγητά) αυτός που δεν μαγειρεύθηκε, άβραοτος, άψητος, ωμός 2. (για υποθέσεις, πολιτικές ζυμώσεις κ.λπ.) αυτός που δεν διευθετήθηκε, δεν εξομαλύνθηκε με κατάλληλες προσυνεννοήσεις ή διαβουλεύσεις 3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
κακόψητος — η, ο (Μ κακόψητος, ον) αυτός που δύσκολα ψήνεται ή βράζεται, δυσκολόψηστος, δυσκολόβραστος νεοελλ. αυτός που δεν έχει ψηθεί καλά, κακοψημένος, άψητος, άβραστος … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek